Μελάνθι (μαυροσούσαμο ή μαυροκούκι ή μαύρο κύμινο)
Το Μελάνθι (επιστημονική ονομασία: Nigella sativa) είναι ένα μονοετές ανθοφόρο φυτό, οι μαύροι σπόροι του οποίου χαίρουν μεγάλης εκτίμησης τόσο στη μαγειρική όσο και στην παραδοσιακή ιατρική. Στην Ελλάδα, και ειδικότερα σε περιοχές με μακραίωνη αγροτική παράδοση όπως η Σάμος, είναι γνωστό με πολλαπλά ονόματα, όπως μαυροκούκι ή μαύρο κύμινο, και συχνά συγχέεται με το μαυροσούσαμο (Sesamum indicum). Οι σπόροι του έχουν μια χαρακτηριστική έντονη, πιπεράτη και ελαφρώς πικρή γεύση, που τους καθιστά ιδανικό άρτυμα σε αρτοσκευάσματα και πίτες. Η καλλιέργεια του Μελανθίου στη Σάμο αποτελεί μέρος της πλούσιας χλωρίδας και της αγροδιατροφικής παράδοσης του νησιού, παράγοντας ένα προϊόν υψηλής διατροφικής και αρωματικής αξίας.
Το προϊόν αφορά τους σπόρους του φυτού Μελάνθιον το ήμερον ή Νιγέλα η εδώδιμος (Nigella sativa).
Συνώνυμα/Παραλλαγές Ονόματος:
- Μαυροκούκι (η επικρατέστερη ονομασία στην Ελλάδα).
- Μαύρο κύμινο (αν και βοτανικά δεν ανήκει στο γένος του κύμινου, Cuminum).
- Μαυροσούσαμο (πρόκειται για λανθασμένη ονομασία, καθώς το μαύρο σουσάμι προέρχεται από το φυτό Sesamum indicum).
Η καλλιέργειά του εντάσσεται στην πλούσια παράδοση των βοτάνων και μπαχαρικών που ευδοκιμούν στη νησιωτική Ελλάδα. Οι σπόροι είναι μικροί, γωνιώδεις, τραχείς στο άγγιγμα και σκούρου γκρι έως μαύρου χρώματος. Η μοναδικότητα του σαμιώτικου προϊόντος, όπως και σε κάθε τοπική καλλιέργεια, έγκειται στην προσαρμογή της ποικιλίας στις τοπικές εδαφοκλιματικές συνθήκες, οι οποίες ενισχύουν την περιεκτικότητα σε αιθέρια έλαια και βιοδραστικές ενώσεις, κυρίως τη θυμοκινόνη, που είναι υπεύθυνη για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες.
Το Μεσογειακό κλίμα της Σάμου με τους ζεστούς, ξηρούς καλοκαιρινούς μήνες και τους ήπιους, βροχερούς χειμώνες, σε συνδυασμό με τα ασβεστολιθικά εδάφη με καλή αποστράγγιση, είναι ιδανικό για την ανάπτυξη της Nigella sativa. Αν και το Μελάνθι είναι ιθαγενές φυτό της Νότιας Ευρώπης και της Δυτικής Ασίας, η καλλιέργειά του στη Σάμο επωφελείται από τη νησιωτική βιοποικιλότητα, η οποία συμβάλλει στη διαμόρφωση του ιδιαίτερου αρωματικού προφίλ των σπόρων.
Η καλλιέργεια του Μελανθίου στη Σάμο ακολουθεί συχνά παραδοσιακές ή βιολογικές πρακτικές, καθώς πρόκειται για ένα φυτό που απαιτεί ελάχιστη καλλιέργεια.
Η σπορά γίνεται συνήθως το φθινόπωρο ή νωρίς την άνοιξη, καθώς η Nigella sativa είναι μονοετές φυτό. Απαιτείται καλά στραγγιζόμενο έδαφος και πλήρης έκθεση στον ήλιο. Η καλλιέργεια δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητική σε νερό, προσαρμοσμένη στις ξηρικές συνθήκες του νησιού. Η χρήση παραδοσιακών τεχνικών περιλαμβάνει την αποφυγή χημικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, επιτρέποντας στο φυτό να αναπτύξει υψηλή συγκέντρωση των χαρακτηριστικών του αιθέριων ελαίων.
Η συγκομιδή γίνεται το καλοκαίρι, μόλις ο καρπός που είναι μια φουσκωτή κάψουλα (θυλάκιο), ωριμάσει και αρχίσει να ξεραίνεται. Το φυτό κόβεται και στη συνέχεια ακολουθεί η φυσική ξήρανση στον ήλιο, μια κρίσιμη διαδικασία που διασφαλίζει τη σωστή διατήρηση των αρωματικών και φαρμακευτικών συστατικών. Μετά την ξήρανση, ακολουθεί το τίναγμα ή το κοπάνισμα για την απελευθέρωση των μικρών, μαύρων σπόρων.
Υποπροϊόντα: Το σημαντικότερο υποπροϊόν του Μελανθίου είναι το έλαιο μαύρου κύμινου (Nigella Sativa Oil), το οποίο παράγεται με ψυχρή έκθλιψη των σπόρων. Το λάδι αυτό είναι ιδιαίτερα πλούσιο σε λιπαρά οξέα και θυμοκινόνη, και χρησιμοποιείται ευρέως για τις φαρμακευτικές και καλλυντικές του ιδιότητες.
Η καλλιέργεια του Μελανθίου στη Σάμο συμβάλλει στη διατήρηση της αγροτικής βιοποικιλότητας και της ποικιλίας των καλλιεργειών του νησιού, πέρα από την κυρίαρχη αμπελοκαλλιέργεια. Προσφέρει μια εναλλακτική πηγή εισοδήματος στους ντόπιους παραγωγούς, ειδικά σε μικρές, οικογενειακές μονάδες που ακολουθούν βιολογικές ή παραδοσιακές μεθόδους. Επιπλέον, η χρήση του στην τοπική γαστρονομία και η σύνδεσή του με την παραδοσιακή ιατρική, ενισχύει την πολιτισμική και γαστρονομική ταυτότητα της Σάμου, προσθέτοντας αξία στα τοπικά προϊόντα.
Το Μελάνθι είναι ένα από τα αρχαιότερα βότανα που χρησιμοποιούνταν στην περιοχή της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Η χρήση του στην Ελλάδα χρονολογείται από την αρχαιότητα. Ο Έλληνας ιατρός Διοσκουρίδης αναφέρεται στο φυτό ως «Μελάνθιον» και το χρησιμοποιούσε για τη θεραπεία πονοκεφάλων, ρινικής συμφόρησης και πονόδοντου. Ο Ιπποκράτης το θεωρούσε πολύτιμο για τις πεπτικές και ηπατικές διαταραχές. Η χρήση του στη Σάμο, ως μπαχαρικό και θεραπευτικό βότανο, αντικατοπτρίζει αυτή τη μακρά ελληνική παράδοση. Η παρουσία του σε παραδοσιακά σαμιώτικα αρτοσκευάσματα υποδηλώνει τη μεταφορά και διατήρηση των γαστρονομικών πρακτικών από γενιά σε γενιά.
Στην ελληνική (και ευρύτερη ανατολική) παράδοση, το μαυροκούκι είχε ιδιαίτερη σημασία. Συχνά χρησιμοποιούνταν ως άρτυμα για τον «άσπρο» άρτο ή για τις γιορτινές πίτες και τα τσουρέκια, όπως η πολίτικη βασιλόπιτα. Η έντονη μυρωδιά του πιστεύεται ότι απέτρεπε τα κακά πνεύματα ή ότι ενίσχυε τη γονιμότητα. Αν και δεν υπάρχουν ειδικά καταγεγραμμένα έθιμα αποκλειστικά για τη Σάμο, η χρήση του στα τοπικά αρτοσκευάσματα (κουλούρια, ψωμιά) αποτελεί την πιο χαρακτηριστική του παράδοση στο νησί, υπογραμμίζοντας τη σημασία του ως βασικό συστατικό στην νησιώτικη κουζίνα.